- κατάγλωττος
- κατάγλωττος, αττ. τ. κατάγλωσσος, -ον (Α)1. φλύαρος, πολυλογάς2. (για ποίημα) ο γραμμένος με σπάνιες και με πολύ εξεζητημένες λέξεις («κατάγλωσσ' ἐποίει τὰ ποιήματα», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -γλωττος (< γλῶττα «γλώσσα»), πρβλ. έγ-γλωττος, εύ-γλωττος].
Dictionary of Greek. 2013.